- ἀρκτεία
- ἀρκτείᾱ , ἄρκτειοςof a bearfem nom/voc/acc dualἀρκτείᾱ , ἄρκτειοςof a bearfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρκτεία — η (Α) έθιμο συνδεδεμένο με τη λατρεία της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, τη Μουνιχία, στο Βραυρώνιο Ιερό της αθηναϊκής Ακρόπολης και στη Λήμνο, σύμφωνα με το οποίο «άρκτοι», κοριτσάκια 5 10 ετών, μετείχαν στην πομπή προς το ιερό της θεάς και… … Dictionary of Greek
αρκτεύω — ἀρκτεύω (Α) [άρκτος] υπηρετώ ως άρκτος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (βλ. Αρκτεία) … Dictionary of Greek